-
1 περιαμπεχω
надевать вокруг, окутывать(τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὴ δέρματος Plat.)
; med. надевать на себя(Σατύρου δοράν Plat.)
σκότος περιαμπεχόμενος Plut. — окутанный тьмой
1 περιαμπεχω
(τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὴ δέρματος Plat.)
; med. надевать на себя(Σατύρου δοράν Plat.)